- ἀφώνων
- ἄφωνοςvoicelessmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
безгласьныи — (15) пр. 1.Лишенный способности говорить, не обладающий даром речи; немой: и толико мълчаниѥ имѩше ˫ако не знающимъ ѥго. мнѩхоуть и безгласна соуща. ПрЛ XIII, 113а; неразумныи безумныи. и безъгласныи и бесловесныи. и не вѣмъ что реку. (ἐγὼ... ὁ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Σ, σ, ς — (αρχαία ελληνικά σίγμα και σΣ, σ, ςιγμα). Το δέκατο όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Αντιστοιχεί προς το σημιτικό shim (= δόντι, δέντρο). Στην ονομασία shim αντιστοιχεί η δωρική ονομασία σαν, ενώ η ονομασία σίγμα προέρχεται από το σημιτικό… … Dictionary of Greek